πληθωρική

πληθωρική
πληθωρικός
plethoric
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πληθωρικῇ — πληθωρικός plethoric fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθωρικός — ή, ό / πληθωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθώρα] αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή… …   Dictionary of Greek

  • πληθωρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πληθώρα, ο άφθονος, ο περίσσιος, ο πλούσιος: Πληθωρική κυκλοφορία χαρτονομίσματος. 2. μτφ., αυτός που έχει κάτι σε ποσότητα περισσότερη απ όσο πρέπει, σε αφθονία: Πρόβαλε στην πόρτα του γραφείου μια κυρία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • αντιπληθωρικός — ή, ό (για μέτρα, πολιτική κ.λπ.) αυτός που αποβλέπει στο να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, την πληθωρική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων …   Dictionary of Greek

  • Αζόρες — (Azores). Νησιωτικό σύμπλεγμα (2.305 τ. χλμ., 242.000 κάτ. το 2001) του βόρειου Ατλαντικού. Ανήκει πολιτικά στην Πορτογαλία και αποτελεί τμήμα του μητροπολιτικού εδάφους της. Βρίσκεται μεταξύ 36° 55’ και 39° 43’ βόρειου πλάτους και 25° 1’ και 31° …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”